κλωμακόεις

κλωμακόεις
κλωμᾰκόεις, εσσα, εν,
A stony, rocky, Il.2.729.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κλωμακόεν — κλωμακόεις stony masc voc sg κλωμακόεις stony neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωμακόεσσαν — κλωμακόεις stony fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”